Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιτάνιος η τιτάνια το τιτάνιο
      γενική του τιτάνιου της τιτάνιας του τιτάνιου
    αιτιατική τον τιτάνιο την τιτάνια το τιτάνιο
     κλητική τιτάνιε τιτάνια τιτάνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτάνιοι οι τιτάνιες τα τιτάνια
      γενική των τιτάνιων των τιτάνιων των τιτάνιων
    αιτιατική τους τιτάνιους τις τιτάνιες τα τιτάνια
     κλητική τιτάνιοι τιτάνιες τιτάνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιτάνιος < (ελληνιστική κοινή) Τιτάνιος < Τιτάν

  Επίθετο επεξεργασία

τιτάνιος, -α, -ο

  1. που χαρακτηρίζει τους Τιτάνες
  2. πολύ μεγάλος σε μέγεθος, ένταση, πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, γιγάντιος
    αυτό το έργο ήταν τιτάνιο (πολύ δύσκολο και σημαντικό)
    κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες, αλλά δεν τα κατάφερε


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία