τιτανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατιτανικός
- που αναφέρει στους Τιτάνες
- που έχει τεράστιες διαστάσεις και δυνάμεις, υπερμεγέθης, πελώριος, γιγάντιος
- εντυπωσιακός αλλά καταδικασμένος
- μεγάλη παραγωγή, πολλά έξοδα, αλλά ήταν τιτανικός (βούλιαξε ως επιχείρηση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τιτανικός