ενεστώτας turn on
γ΄ ενικό ενεστώτα turns on
αόριστος turned on
παθητική μετοχή turned on
ενεργητική μετοχή turning on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn on < → δείτε τις λέξεις turn και on

turn on (en)

  1. γυρίζω εναντίον, στρέφομαι εναντίον, επιτίθεμαι σε κάποιον ξαφνικά και απροσδόκητα
    Later on he turned on me.
    Αργότερα γύρισε εναντίον μου.
    Everyone turned on me.
    Όλοι στράφηκαν εναντίον μου.
     συνώνυμα: turn against
  2. ανάβω, ανοίγω, ενεργοποιώ, ανάβω ηλεκτρική συσκευή
    When the lights turned on
    Όταν άναψαν τα φώτα…
    She will not turn on the lights./She will not turn the lights on.
    Δε θα ανοίξει τα φώτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch on
     αντώνυμα: turn off