Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

turn on < → δείτε τις λέξεις turn και on

  ΡήμαΕπεξεργασία

turn on (en)

  1. ανάβω (ηλεκτρική συσκευή)
  2. ανοίγω
  3. ενεργοποιώ
     συνώνυμα: activate, enable

ΑντώνυμαΕπεξεργασία