Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας turn around
γ΄ ενικό ενεστώτα turns around
αόριστος turned around
παθητική μετοχή turned around
ενεργητική μετοχή turning around

  Ετυμολογία επεξεργασία

turn around < → δείτε τις λέξεις turn και around

  Ρήμα επεξεργασία

turn around (en)

  • γυρίζω, γυρίζω απότομα, στρέφομαι απότομα, αλλάζω θέση ή κατεύθυνση μου για να κοιτάξω το αντίθετο ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
    Turn around and look at me!
    Γύρισε και κοίταξέ με!
    He turned around and walked off.
    Γύρισε απότομα κι έφυγε.
    He turned around to face me.
    Στράφηκε απότομα να με αντιμετωπίσει.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία