turn round
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | turn round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns round |
αόριστος | turned round |
παθητική μετοχή | turned round |
ενεργητική μετοχή | turning round |
Ρήμα
επεξεργασίαturn round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του turn around