Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας turn to
γ΄ ενικό ενεστώτα turns to
αόριστος turned to
παθητική μετοχή turned to
ενεργητική μετοχή turning to

  Ετυμολογία επεξεργασία

turn to < → δείτε τις λέξεις turn και to

  Ρήμα επεξεργασία

turn to (en)

  • στρέφομαι, πηγαίνω σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλές κτλ.
    Who do I turn to for help?
    Σε ποιον να στραφώ για βοήθεια;

  Πηγές επεξεργασία