turn to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | turn to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns to |
αόριστος | turned to |
παθητική μετοχή | turned to |
ενεργητική μετοχή | turning to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαturn to (en)
- στρέφομαι, πηγαίνω σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλές κτλ.
- ⮡ Who do I turn to for help?
- Σε ποιον να στραφώ για βοήθεια;
- ⮡ Who do I turn to for help?
Πηγές
επεξεργασία- turn to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρέφω