ενεστώτας rotate
γ΄ ενικό ενεστώτα rotates
αόριστος rotated
παθητική μετοχή rotated
ενεργητική μετοχή rotating

rotate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρέφω, κινούμαι ή κινώ κάτι γύρω από ένα κεντρικό σημείο
    ⮡  The earth rotates on its axis.
    Η γη στρέφεται περί τον άξονά της.
    ⮡  I am rotating a wheel.
    Στρέφω έναν τροχό.
     συνώνυμα:  revolve και turn
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περιέρχομαι εκ περιτροπής
    ⮡  The office of the chairman rotates among all the permanent members.
    Η προεδρία περιέρχεται εκ περιτροπής σε όλα τα μόνιμα μέλη.