revolve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | revolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revolves |
αόριστος | revolved |
παθητική μετοχή | revolved |
ενεργητική μετοχή | revolving |
Ρήμα
επεξεργασίαrevolve (en)
- (αμετάβατο) στρέφομαι, περιστρέφομαι, πάω σε κύκλο γύρω από ένα κεντρικό σημείο
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- revolve - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρέφω