revolver
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
revolver | revolvers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrevolver (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrevolver (fr) αρσενικό
- το περίστροφο
ενικός | πληθυντικός |
revolver | revolvers |
revolver (en)
revolver (fr) αρσενικό