ενεστώτας revolve around
γ΄ ενικό ενεστώτα revolves around
αόριστος revolved around
παθητική μετοχή revolved around
ενεργητική μετοχή revolving around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
revolve around < → δείτε τις λέξεις revolve και around

revolve around (en)

  1. γυρίζω γύρω από, στρέφομαι γύρω από, κινούμαι γύρω από κάτι σε κύκλο
    ⮡  The earth revolves around the sun.
    Η γη γυρίζει γύρω από/στρέφεται γύρω από τον ήλιο.
  2. γυρίζω, γυρίζω γύρω από, Έχω κάποιον/κάτι ως κύριο ενδιαφέρον ή θέμα
    ⮡  Once again the discussion revolved around inflation.
    Η συζήτηση γύρισε πάλι στον πληθωρισμό.
    ⮡  Home life revolves around the mother.
    Η ζωή του σπιτιού γυρίζει γύρω από τη μητέρα.

Άλλες μορφές

επεξεργασία