γυρνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγυρνώ
- άλλη μορφή του γυρνάω
- άλλες μορφές: γυρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γυρνάω - γυρνώ | γυρνούσα | θα γυρνάω - γυρνώ | να γυρνάω - γυρνώ | γυρνώντας | |
β' ενικ. | γυρνάς | γυρνούσες | θα γυρνάς | να γυρνάς | γύρνα - γύρναγε | |
γ' ενικ. | γυρνάει - γυρνά | γυρνούσε | θα γυρνάει - γυρνά | να γυρνάει - γυρνά | ||
α' πληθ. | γυρνάμε - γυρνούμε | γυρνούσαμε | θα γυρνάμε - γυρνούμε | να γυρνάμε - γυρνούμε | ||
β' πληθ. | γυρνάτε | γυρνούσατε | θα γυρνάτε | να γυρνάτε | γυρνάτε | |
γ' πληθ. | γυρνάν(ε) - γυρνούν(ε) | γυρνούσαν(ε) | θα γυρνάν(ε) - γυρνούν(ε) | να γυρνάν(ε) - γυρνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γύρισα | θα γυρίσω | να γυρίσω | γυρίσει | ||
β' ενικ. | γύρισες | θα γυρίσεις | να γυρίσεις | γύρνα - γύρισε | ||
γ' ενικ. | γύρισε | θα γυρίσει | να γυρίσει | |||
α' πληθ. | γυρίσαμε | θα γυρίσουμε | να γυρίσουμε | |||
β' πληθ. | γυρίσατε | θα γυρίσετε | να γυρίσετε | γυρίστε | ||
γ' πληθ. | γύρισαν γυρίσαν(ε) |
θα γυρίσουν(ε) | να γυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γυρίσει | είχα γυρίσει | θα έχω γυρίσει | να έχω γυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γυρίσει | είχες γυρίσει | θα έχεις γυρίσει | να έχεις γυρίσει | έχε γυρνασμένο | |
γ' ενικ. | έχει γυρίσει | είχε γυρίσει | θα έχει γυρίσει | να έχει γυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γυρίσει | είχαμε γυρίσει | θα έχουμε γυρίσει | να έχουμε γυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γυρίσει | είχατε γυρίσει | θα έχετε γυρίσει | να έχετε γυρίσει | έχετε γυρνασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γυρίσει | είχαν γυρίσει | θα έχουν γυρίσει | να έχουν γυρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γυρνασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γυρνασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γυρνασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γυρνασμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυρνώ
→ δείτε τη λέξη γυρίζω |
Πηγές
επεξεργασία- γυρίζω, γυρνάω/γυρνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας