ενεστώτας turn into
γ΄ ενικό ενεστώτα turns into
αόριστος turned into
παθητική μετοχή turned into
ενεργητική μετοχή turning into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn into < → δείτε τις λέξεις turn και into

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɜːn ˈɪn.tuː/

turn into (en)

  • μετατρέπομαι, γίνομαι, κάνω
    ⮡  When caterpillars are in their cocoon, they turn into butterflies.
    Όταν οι κάμπιες είναι στο κουκούλι τους, μετατρέπονται σε πεταλούδες.
    ⮡  The tower was turned into a hotel.
    Ο πύργος έγινε ξενοδοχείο.
    ⮡  They turned many single-family homes into luxury restaurants.
    Πολλές μονοκατοικίες τις έκαναν πολυτελή εστιατόρια.
     συνώνυμα:  become και make into