make into
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | make into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes into |
αόριστος | made into |
παθητική μετοχή | made into |
ενεργητική μετοχή | making into |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
make into (en)
ενεστώτας | make into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes into |
αόριστος | made into |
παθητική μετοχή | made into |
ενεργητική μετοχή | making into |
make into (en)