ενεστώτας make into
γ΄ ενικό ενεστώτα makes into
αόριστος made into
παθητική μετοχή made into
ενεργητική μετοχή making into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make into < → δείτε τις λέξεις make και into

make into (en)

  • κάνω, γίνομαι, αλλάζω κάποιον ή κάτι σε κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  Many single-family homes were made into luxury restaurants.
    Πολλές μονοκατοικίες τις έκαναν πολυτελή εστιατόρια.
    ⮡  You made your clothes into rags.
    Τα έκανες κουρέλια τα ρούχα σου.
    ⮡  Glass is made into bottles.
    Το γυαλί γίνεται μπουκάλια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn into