ενεστώτας turn in
γ΄ ενικό ενεστώτα turns in
αόριστος turned in
παθητική μετοχή turned in
ενεργητική μετοχή turning in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn in < → δείτε τις λέξεις turn και in

turn in (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) πάω στο κρεβάτι μου, ξαπλώνω
    ⮡  What time did you turn in? - Τι ώρα ξαπλώνεις;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη go to bed
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο, ιδιωματισμός) παραδίδω, φέρνω κάποιον στην αστυνομία επειδή έχει διαπράξει ένα έγκλημα
    ⮡  They arrested him and turned him in to the police.
    Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn over to