ενεστώτας go round
γ΄ ενικό ενεστώτα goes round
αόριστος went round
παθητική μετοχή gone round
ενεργητική μετοχή going round

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go round < → δείτε τις λέξεις go και round

go round (en)