go round
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes round |
αόριστος | went round |
παθητική μετοχή | gone round |
ενεργητική μετοχή | going round |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του go around