ενεστώτας go beyond
γ΄ ενικό ενεστώτα goes beyond
αόριστος went beyond
παθητική μετοχή gone beyond
ενεργητική μετοχή going beyond

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go beyond < → δείτε τις λέξεις go και beyond

go beyond (en)

  • ξεπερνάω
    ⮡  That goes beyond my comprehension.
    Αυτό ξεπερνάει την αντίληψή μου.
    ⮡  The beauty of the scenery went beyond every one of our expectations.
    Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed