αποβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποβαίνω < ἀπο- +βαίνω
Ρήμα
επεξεργασίααποβαίνω (απέβαινε, απέβαιναν, θα αποβεί, θα αποβούν, απέβη, απέβησαν)
- καταλήγω
- ρήμα (στον αόριστο, συνήθως στο γ΄ πρόσωπο της νεοελληνικής) που σημαίνει την κατάληξη μιας ενέργειας, ενός σχεδίου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβαίνω | απέβαινα | θα αποβαίνω | να αποβαίνω | αποβαίνοντας | |
β' ενικ. | αποβαίνεις | απέβαινες | θα αποβαίνεις | να αποβαίνεις | (απόβαινε) | |
γ' ενικ. | αποβαίνει | απέβαινε | θα αποβαίνει | να αποβαίνει | ||
α' πληθ. | αποβαίνουμε | αποβαίναμε | θα αποβαίνουμε | να αποβαίνουμε | ||
β' πληθ. | αποβαίνετε | αποβαίνατε | θα αποβαίνετε | να αποβαίνετε | αποβαίνετε | |
γ' πληθ. | αποβαίνουν(ε) | απέβαιναν αποβαίναν(ε) |
θα αποβαίνουν(ε) | να αποβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέβην | θα αποβώ | να αποβώ | αποβεί | ||
β' ενικ. | απέβης | θα αποβείς | να αποβείς | |||
γ' ενικ. | απέβη | θα αποβεί | να αποβεί | |||
α' πληθ. | αποβήκαμε | θα αποβούμε | να αποβούμε | |||
β' πληθ. | αποβήκατε | θα αποβείτε | να αποβείτε | αποβείτε | ||
γ' πληθ. | απέβησαν | θα αποβούν | να αποβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποβεί | είχα αποβεί | θα έχω αποβεί | να έχω αποβεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποβεί | είχες αποβεί | θα έχεις αποβεί | να έχεις αποβεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποβεί | είχε αποβεί | θα έχει αποβεί | να έχει αποβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβεί | είχαμε αποβεί | θα έχουμε αποβεί | να έχουμε αποβεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποβεί | είχατε αποβεί | θα έχετε αποβεί | να έχετε αποβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβεί | είχαν αποβεί | θα έχουν αποβεί | να έχουν αποβεί |
|