Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποβαίνω < ἀπο- + βαίνω

ἀποβαίνω

  1. βαδίζω μακριά, απέρχομαι, απομακρύνομαι
    ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
    πρὸς δώματα ἀπέβη
  2. αποβιβάζομαι
    νηὸς ἀπέβη (αποβιβάστηκε από το καράβι)
  3. καταλήγω, καταντώ, εκτείνομαι μέχρι κάπου, φτάνω μέχρι
    τἀναντία ἀπέβη (είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, κατέληξε στο αντίθετο αποτέλεσμα)
    μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα
  4. (μεταβατικό) κατεβάζω κάποιον, τον βγάζω έξω
    ὃ μὲν δὴ προσσχὼν ἐς Φάληρον τὴν στρατιὴν ἀπέβησε, οἱ δὲ Πεισιστρατίδαι προπυνθανόμενοι ταῦτα ἐπεκαλέοντο ἐκ Θεσσαλίης ἐπικουρίην
  5. βγαίνω αληθινός, φέρνω το ποθητό αποτέλεσμα, τηρούμαι ( ελληνιστική έννοια)
    ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη

Συγγενικά

επεξεργασία

(* στη νεοελληνική: το αποβαίνω, απόβαση, αποβατικός)