αποβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβατικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποβατικός
Επίθετο
επεξεργασίααποβατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απόβαση, αναφέρεται σ’ αυτή, συμβάλλει σ’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- αεραποβατικός
- → δείτε τις λέξεις αποβάτης, απόβαση και βαίνω