Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποβάθρα < ἀπό + βάθρον ( < βαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποβάθρα θηλυκό (& ιωνικός τύποςἀπνευβάθρη