ενεστώτας go ahead
γ΄ ενικό ενεστώτα goes ahead
αόριστος went ahead
παθητική μετοχή gone ahead
ενεργητική μετοχή going ahead

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go ahead < → δείτε τις λέξεις go και ahead

go ahead (en)

  1. (μόνο στον ενεστώτα, ως προστακτική:) να δώσει άδεια
    ⮡  -Can I use the bathroom? -Go ahead
    -Μπορώ να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα? -Φυσικά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yes
  2. ξεκινώ
    ⮡  Please, go ahead!
    Παρακαλώ, ξεκινά το! / ξεκινήστε το!
     συνώνυμα: start
  3. προχωρώ, πάω προς τα εμπρός
    ⮡  We stopped to rest, however he went ahead.
    Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρησε.
    ⮡  You go ahead and I will follow you/catch up with you.
    Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω/θα σε φτάσω.
    ⮡  Go ahead, tell me what you want!
    Εμπρός, πες μου τι θέλεις! / Εμπρός, πείτε μου τι θέλετε!
     συνώνυμα: proceed

Δείτε επίσης

επεξεργασία