go ahead
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go ahead |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes ahead |
αόριστος | went ahead |
παθητική μετοχή | gone ahead |
ενεργητική μετοχή | going ahead |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo ahead (en)
- (μόνο στον ενεστώτα, ως προστακτική:) να δώσει άδεια
- ξεκινώ
- προχωρώ, πάω προς τα εμπρός
- ⮡ We stopped to rest, however he went ahead.
- Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρησε.
- ⮡ You go ahead and I will follow you/catch up with you.
- Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω/θα σε φτάσω.
- ⮡ Go ahead, tell me what you want!
- Εμπρός, πες μου τι θέλεις! / Εμπρός, πείτε μου τι θέλετε!
- ≈ συνώνυμα: proceed
- ⮡ We stopped to rest, however he went ahead.