go-ahead
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
go-ahead | go-aheads |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
go-ahead (en)
- το πράσινο φως, η έγκριση για κάτι
- ↪ I have the go-ahead - έχω το πράσινο φως
- ≈ συνώνυμα: green light, → και δείτε τη λέξη approval