ενικός         πληθυντικός  
green light green lights

  Ετυμολογία

επεξεργασία
green light < → δείτε τις λέξεις green και light

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

green light (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 955-956. ISBN 9780194325684. , λήμμα: φως