go too far
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
go too far (en)
- (ιδιωματισμός) προχωρώ πολύ, συμπεριφέρομαι με έναν ακραίο τρόπο που δεν είναι αποδεκτός
- ↪ Don’t you think you’ve gone too far?
- Δε νομίζεις ότι πολύ προχώρησες;
- ↪ Don’t you think you’ve gone too far?