go over to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go over to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes over to |
αόριστος | went over to |
παθητική μετοχή | gone over to |
ενεργητική μετοχή | going over to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo over to (en)
- μεταπηδώ, περνάω, αλλάζω από τη μια πλευρά, άποψη, συνήθεια κτλ. στην άλλη
- ⮡ He has gone over to the conservatives.
- Μεταπήδησε στους συντηρητικούς.
- ⮡ He went over to the opposition/the enemy.
- Πέρασε στην αντιπολίτευση/στον εχθρό.
- ⮡ He has gone over to the conservatives.
Πηγές
επεξεργασία- go over to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 545, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεταπηδώ, περνώ