ενεστώτας go over to
γ΄ ενικό ενεστώτα goes over to
αόριστος went over to
παθητική μετοχή gone over to
ενεργητική μετοχή going over to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go over to < → δείτε τις λέξεις go, over και to

go over to (en)

  • μεταπηδώ, περνάω, αλλάζω από τη μια πλευρά, άποψη, συνήθεια κτλ. στην άλλη
    ⮡  He has gone over to the conservatives.
    Μεταπήδησε στους συντηρητικούς.
    ⮡  He went over to the opposition/the enemy.
    Πέρασε στην αντιπολίτευση/στον εχθρό.