ενεστώτας go into
γ΄ ενικό ενεστώτα goes into
αόριστος went into
παθητική μετοχή gone into
ενεργητική μετοχή going into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go into < → δείτε τις λέξεις go και into

go into (en)

  1. μπαίνω σε έναν οργανισμό, ειδικά για να κάνω καριέρα σε αυτόν
    ⮡  I am going into college/a profession.
    Μπαίνω σε ένα κολέγιο/επάγγελμα.
    ⮡  I am going into law.
    Μπαίνω στα Νομικά.
     συνώνυμα:  enter και get into
  2. μπαίνω, χρήματα, χρόνος, προσπάθεια κ.λπ. ξοδεύονται για κάτι ή χρησιμοποιούνται για να κάνουν κάτι
    ⮡  I am going into business.
    Μπαίνω στο εμπόριο.