get into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets into |
αόριστος | got into |
παθητική μετοχή | got into, gotten into |
ενεργητική μετοχή | getting into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget into (en)
- φτάνω σε ένα μέρος
- ⮡ We got into the station late.
- Φτάσαμε στο σταθμό αργά.
- ⮡ We got into the station late.
- μπαίνω, εκλέγομαι
- ⮡ I get into Parliament.
- Μπαίνω στη Βουλή.
- ⮡ I get into Parliament.
- μπαίνω, περνάω, γίνομαι δεκτός σε πανεπιστήμιο
- ⮡ I am getting into University.
- Μπαίνω στο Πανεπιστήμιο.
- ⮡ He got into the Polytechnic/Law School.
- Πέρασε στο Πολυτεχνείο/στα Νομικά.
- ⮡ I am getting into University.
- φοράω, βάζω ένα ρούχο, ειδικά με δυσκολία
- ⮡ I can’t get into these shoes, they are too small.
- Δεν μπορώ να φορέσω αυτά τα παπούτσια, είναι πολύ μικρά.
- ⮡ I can’t get into these shoes, they are too small.
- μπαίνω, ξεκινάω μια καριέρα σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα
- ασχολούμαι με κάτι, αρχίζω κάτι
- ⮡ I am getting into politics.
- Ασχολούμαι με την πολιτική.
- ⮡ When I retire, I will get into gardening/painting.
- Όταν πάρω τη σύνταξή μου θ' ασχοληθώ με τον κήπο μου/με τη ζωγραφική.
- ⮡ I got into a conversation with the man.
- Άρχισα μια συζήτηση με τον άντρα.
- ⮡ She got into a long explanation about how…
- Άρχισε μια μακριά εξήγηση για το πώς…
- ⮡ I am getting into a fight.
- Ρίχνομαι σε μάχη.
- ⮡ I am getting into politics.
- αποκτώ μια συγκεκριμένη συνήθεια
- ⮡ He got into the habit of smoking in bed.
- Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.
- ⮡ He got into the habit of smoking in bed.
Πηγές
επεξεργασία- get into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568, 692-695, 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω, περνώ, συνήθεια