ενεστώτας go in
γ΄ ενικό ενεστώτα goes in
αόριστος went in
παθητική μετοχή gone in
ενεργητική μετοχή going in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go in < → δείτε τις λέξεις go και in

go in (en)

  • μπαίνω σε δωμάτιο, σπίτι κλπ σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο
    ⮡  When I went in the room…
    Όταν μπήκα στο δωμάτιο…
    ⮡  Go in!
    Μπες/Μπείτε μέσα!
    ⮡  I am going in the apartment/the room/the kitchen.
    'Μπαίνω (μέσα) στο διαμέρισμα/στο δωμάτιο/στην κουζίνα.
    ⮡  If the last shot went in, the match would go into overtime.
    έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
    ⮡  The key doesn’t go in the keyhole.
    Tο κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαρότρυπα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enter