ενεστώτας go about
γ΄ ενικό ενεστώτα goes about
αόριστος went about
παθητική μετοχή gone about
ενεργητική μετοχή going about

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go about < → δείτε τις λέξεις go και about

go about (en)

  1. (βρετανικά αγγλικά) γυρίζω, συχνά βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  He’s going about the streets instead of working.
    Γυρίζει στους δρόμους αντί να δουλέψει.
     συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
  2. (βρετανικά αγγλικά) κυκλοφορώ από άτομο σε άτομο
    ⮡  A story/rumor is going about that…
    Κυκλοφορεί μια ιστορία/μια διάδοση ότι…
     συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
  3. καθώς, άστε σε, συνεχίζω να κάνω κάτι
    ⮡  The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
    Η αεροσυνοδός είχε πάντα ένα παγωμένο χαμόγελο καθώς σέρβιρε τους επιβάτες.
    ⮡  Go about your business!
    Άστε στη δουλειά σας!
  4. καταπιάνομαι, αρχίζω να δουλεύω σε κάτι
    ⮡  I don’t know how to go about this job.
    Δεν ξέρω πώς να καταπιαστώ μ' αυτή τη δουλειά.
    ⮡  We must go about this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.