ενεστώτας go around with
γ΄ ενικό ενεστώτα goes around with
αόριστος went around with
παθητική μετοχή gone around with
ενεργητική μετοχή going around with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go around with < → δείτε τις λέξεις go, around και with

go around with (en)

  • γυρίζω με, τριγυρίζω με, περνάω χρόνο με κάποιον, ειδικά σε διαφορετικά μέρη
    ⮡  He’s going around with a French girl.
    Γυρίζει με/Τριγυρίζει με μια Γαλλιδούλα.
    ⮡  She going around with a married man.
    Γυρίζει μ' ένα παντρεμένο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία