go around with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go around with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes around with |
αόριστος | went around with |
παθητική μετοχή | gone around with |
ενεργητική μετοχή | going around with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo around with (en)
- γυρίζω με, τριγυρίζω με, περνάω χρόνο με κάποιον, ειδικά σε διαφορετικά μέρη
- ⮡ He’s going around with a French girl.
- Γυρίζει με/Τριγυρίζει με μια Γαλλιδούλα.
- ⮡ She going around with a married man.
- Γυρίζει μ' ένα παντρεμένο.
- ⮡ He’s going around with a French girl.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- go round with (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
επεξεργασία- go around with - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 892. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, τριγυρίζω