Ετυμολογία

επεξεργασία
langueur < λατινική languor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɑ̃.ɡœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
langueur langueurs

langueur (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία