αυτοκαταναλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκαταναλωτικός < αυτοκατανάλωση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίααυτοκαταναλωτικός
- που έχει σχέση με την αυτοκατανάλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αυτός και καταναλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκαταναλωτικός
|