καταναλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταναλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταναλώνω, καταναλώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίακαταναλωμένος, -η, -ο
- που έχει καταναλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταναλωμένος
|