↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταναλωμένος η καταναλωμένη το καταναλωμένο
      γενική του καταναλωμένου της καταναλωμένης του καταναλωμένου
    αιτιατική τον καταναλωμένο την καταναλωμένη το καταναλωμένο
     κλητική καταναλωμένε καταναλωμένη καταναλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταναλωμένοι οι καταναλωμένες τα καταναλωμένα
      γενική των καταναλωμένων των καταναλωμένων των καταναλωμένων
    αιτιατική τους καταναλωμένους τις καταναλωμένες τα καταναλωμένα
     κλητική καταναλωμένοι καταναλωμένες καταναλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταναλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταναλώνω, καταναλώνομαι

καταναλωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία