καταναλωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταναλωτικός < (ελληνιστική κοινή) καταναλωτικός
Επίθετο επεξεργασία
καταναλωτικός,ή,ό
- σχετικός με την κατανάλωση
- άτομο που του αρέσει να καταναλώνει πολλά, να κάνει συχνά αγορές που είναι περιττές ή πάντως όχι αναγκαίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταναλωτικός
|