Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταναλωτικός η καταναλωτική το καταναλωτικό
      γενική του καταναλωτικού της καταναλωτικής του καταναλωτικού
    αιτιατική τον καταναλωτικό την καταναλωτική το καταναλωτικό
     κλητική καταναλωτικέ καταναλωτική καταναλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταναλωτικοί οι καταναλωτικές τα καταναλωτικά
      γενική των καταναλωτικών των καταναλωτικών των καταναλωτικών
    αιτιατική τους καταναλωτικούς τις καταναλωτικές τα καταναλωτικά
     κλητική καταναλωτικοί καταναλωτικές καταναλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταναλωτικός < (ελληνιστική κοινή) καταναλωτικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταναλωτικός,ή,ό

  1. σχετικός με την κατανάλωση
  2. άτομο που του αρέσει να καταναλώνει πολλά, να κάνει συχνά αγορές που είναι περιττές ή πάντως όχι αναγκαίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία