consommé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consommé | consommés |
θηλυκό | consommée | consommées |
consommé (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
consommé | consommés |
consommé (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη consommer