Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό consommé consommés
θηλυκό consommée consommées

consommé (fr)

  1. τελειοποιημένος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
consommé consommés

consommé (fr) αρσενικό

  1. πυκνός ζωμός κρέατος

Συγγενικά

επεξεργασία