consommateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consommateur | consommateurs |
θηλυκό | consommatrice | consommatrices |
consommateur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη consommer