Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταναλίσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατ- + ἀναλίσκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.naˈli.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐να‐λί‐σκω

  Ρήμα επεξεργασία

καταναλίσκω (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταναλίσκω < κατ- + ἀναλίσκω


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία