καταναλίσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταναλίσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατ- + ἀναλίσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.naˈli.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐να‐λί‐σκω
Ρήμα επεξεργασία
καταναλίσκω (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταναλίσκω
|
Πηγές επεξεργασία
- καταναλίσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καταναλίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταναλίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.