Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορροφητικότητα οι απορροφητικότητες
      γενική της απορροφητικότητας των απορροφητικοτήτων
    αιτιατική την απορροφητικότητα τις απορροφητικότητες
     κλητική απορροφητικότητα απορροφητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορροφητικότητα < απορροφητικ(ός) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ɾo.fi.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πορ‐ρο‐φη‐τι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απορροφητικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος απορροφητικός, η ιδιότητα του απορροφητικού
  2. (μεταφορικά) το να μπορεί (κάποιο προϊόν) να απορροφηθεί, να το αφοράσουν ή καταναλώσουν

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία