ποτηριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποτηριά | οι | ποτηριές |
γενική | της | ποτηριάς | των | ποτηριών |
αιτιατική | την | ποτηριά | τις | ποτηριές |
κλητική | ποτηριά | ποτηριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποτηριά θηλυκό
- ποσότητα από υγρό που μπορεί να χωρέσει σε ένα ποτήρι
- χτύπημα με χρήση ποτηριού ως όπλο (στο κεφάλι, κατά κανόνα)