Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροκαταπίνω < ξερός + -ο- + καταπίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεροκαταπίνω

  1. είμαι ασθενής και οι σιελογόνοι δεν παράγουν αρκετή σίελο ή εξαιτίας άλλης πάθησης καταπίνω διαρκώς και το στόμα μου έχει στεγνώσει
  2. (μεταφορικά) νιώθω αμήχανα, συνήθως επειδή είμαι προσβεβλημένος αλλά και για άλλους λόγους
    Ξέπεσαν οι μοσκομάγκες... πολλοι κάνουν θελήματα κι άλλοι έγιναν κοπέλια.Ξεροκαταπίνουν τη χολή τους, με το λίγο ζουμί τους βράζουνε ("Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου", του Γιάννη Σκαρίμπα)
Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ξερωκαταπίνω
Παρατατικός ξεροκατάπινα
Μέλλοντας Στ. και Διαρκ. θα ξεροκαταπιώ -θα ξεροκαταπίνω
Αόριστος ξεροκατάπια
Παρακείμενος έχω ξεροκαταπιεί
Υπερσυντέλικος είχα ξεροκαταπιεί
Μετοχή ξεροκαταπίνοντας

  Μεταφράσεις επεξεργασία