μοσκομάγκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοσκομάγκας < μοσχόμαγκας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοσκομάγκας αρσενικό
- (αργκό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μοσχόμαγκας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοσκομάγκας
|