κονταρομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονταρομάχος < από τη λόγια λέξη κονταρομαχία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονταρομάχος αρσενικό
- εκείνος που μάχεται με κοντάρι (π.χ. στο μεσαίωνα)
- ο ιδεαλιστής που δίνει μάχες για ιδανικά και υπερασπίζεται τους αδύναμους
- (μεταφορικά) ο ισχυρός, ο ανδρείος, ο εξουσιαστής
- Ηλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς (Ρίτσος, η δίψα του Μυστρά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονταρομάχος
|