Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουτσοπίνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουτσοπίνω
<
κουτσο-
+
πίνω
Ρήμα
επεξεργασία
κουτσοπίνω
(
οικείο
)
πίνω
περιστασιακά
ή
αργά
αργά
κάποιο
οινοπνευματώδες
ποτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτσοπίνω