poto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poto | potoj |
αιτιατική | poton | potojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpoto (eo)
- η χύτρα
Σύνθετα
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- poto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh-
Ρήμα
επεξεργασίαpoto (la)
Παράγωγα
επεξεργασία- potio
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- poto - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.