Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική poto potoj
αιτιατική poton potojn

  Ετυμολογία επεξεργασία

poto < pot- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

poto (eo)

Σύνθετα επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

poto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh-

  Ρήμα επεξεργασία

poto (la)

Παράγωγα επεξεργασία

  • potio
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία