Ετυμολογία

επεξεργασία

hlad < πρωτοσλαβική goldъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hlad (sk) αρσενικό

  1. η πείνα



  Ετυμολογία

επεξεργασία

hlad < πρωτοσλαβική goldъ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hlad αρσενικό

  1. η πείνα