Ετυμολογία

επεξεργασία
rumeur < rimur < λατινική rumor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁy.mœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rumeur rumeurs

rumeur (fr) θηλυκό

  1. η φήμη, η κοινή γνώμη, το σούσουρο
     συνώνυμα: bruit, ouï-dire, racontar, (οικείο) radio-trottoir
  2. η βοή, η διαμαρτυρία πολλών ανθρώπων
  3. ο θόρυβος ενός μεγάλου πλήθους μηχανών, οργάνων, κρότων, κλπ.
     συνώνυμα: brouhaha, bruit, tapage