↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούσουρο τα σούσουρα
      γενική του σούσουρου των σούσουρων
    αιτιατική το σούσουρο τα σούσουρα
     κλητική σούσουρο σούσουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σούσουρο < (άμεσο δάνειο) βενετική sussuro (ως ρήμα: φωνάζω, απειλώ ως ουσιαστικό: ψίθυρος)[1] ή (άμεσο δάνειο) ιταλική sussurro[2] (προφορά /suˈsu.ro/ με αναβιβασμό του τόνου < λατινική susurrus < απώτατη αρχή η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swer. Δεν σχετίζεται με τη σουσουράδα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsu.su.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σού‐σου‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σούσουρο ουδέτερο

  1. ο χαμηλός, ενοχλητικός θόρυβος, ο βόμβος που προκαλείται όταν πολλά άτομα μιλάνε χαμηλόφωνα και ταυτόχρονα
    ⮡  μόλις εμφανίστηκε στην αίθουσα ο αντίπαλός του ξεκίνησε ένα σούσουρο που τον ανάγκασε, έμμεσα, να σταματήσει την ομιλία και να τον χαιρετήσει
  2. (μεταφορικά) αναστάτωση από διαδόσεις, φήμες
    ⮡  μεγάλο σούσουρο προκάλεσε το τελευταίο ταξίδι του στο εξωτερικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία