σούσουρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σούσουρο | τα | σούσουρα |
γενική | του | σούσουρου | των | σούσουρων |
αιτιατική | το | σούσουρο | τα | σούσουρα |
κλητική | σούσουρο | σούσουρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούσουρο < (άμεσο δάνειο) βενετική sussuro (ως ρήμα: φωνάζω, απειλώ ως ουσιαστικό: ψίθυρος)[1] ή (άμεσο δάνειο) ιταλική sussurro[2] (προφορά /suˈsu.ro/ με αναβιβασμό του τόνου < λατινική susurrus < απώτατη αρχή η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swer. Δεν σχετίζεται με τη σουσουράδα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsu.su.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σού‐σου‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούσουρο ουδέτερο
- ο χαμηλός, ενοχλητικός θόρυβος, ο βόμβος που προκαλείται όταν πολλά άτομα μιλάνε χαμηλόφωνα και ταυτόχρονα
- ⮡ μόλις εμφανίστηκε στην αίθουσα ο αντίπαλός του ξεκίνησε ένα σούσουρο που τον ανάγκασε, έμμεσα, να σταματήσει την ομιλία και να τον χαιρετήσει
- (μεταφορικά) αναστάτωση από διαδόσεις, φήμες
- ⮡ μεγάλο σούσουρο προκάλεσε το τελευταίο ταξίδι του στο εξωτερικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φήμες, διαδόσεις
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σούσουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σούσουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας