Δείτε επίσης: σουσουδίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουσουρίζω < σούσουρ(ο) + -ίζω. Δεν συνδέεται με το σουρίζω, συρίζω (< σῦριγξ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /su.suˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐σου‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σουσουρίζω, πρτ.: σουσούριζα, αόρ.: σουσούρισε (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία