Ετυμολογία

επεξεργασία
φουρφουρίζω < φουρφούρ(ι) (< τουρκική fırfırı) + -ίζω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fuɾ.fuˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουρ‐ρου‐ρί‐ζω

φουρφουρίζω, πρτ.: φουρφούριζα, αόρ.: φουρφούρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία