θροΐζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θροΐζω < μεσαιωνική ελληνική θροΐζομαι[1] με μεταπλασμό στην ενεργητική φωνή < αρχαία ελληνική θροέω / θροῶ < θρόος + -ίζω[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θɾoˈi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρο‐ΐ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαθροΐζω , πρτ.: θρόιζα, αόρ.: (θρόισα) (χωρίς παθητική φωνή)
- παράγω ασθενικό και συνεχή, μόλις αισθητό ήχο, σαν κι αυτόν που προκαλεί ο αέρας όταν περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (ενεστώτας, παρατατικός)[3]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θροΐζω | θρόιζα | θα θροΐζω | να θροΐζω | θροΐζοντας | |
β' ενικ. | θροΐζεις | θρόιζες | θα θροΐζεις | να θροΐζεις | θρόιζε | |
γ' ενικ. | θροΐζει | θρόιζε | θα θροΐζει | να θροΐζει | ||
α' πληθ. | θροΐζουμε | θροΐζαμε | θα θροΐζουμε | να θροΐζουμε | ||
β' πληθ. | θροΐζετε | θροΐζατε | θα θροΐζετε | να θροΐζετε | θροΐζετε | |
γ' πληθ. | θροΐζουν(ε) | θρόιζαν θροΐζαν(ε) |
θα θροΐζουν(ε) | να θροΐζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρόισα | θα θροΐσω | να θροΐσω | θροΐσει | ||
β' ενικ. | θρόισες | θα θροΐσεις | να θροΐσεις | θρόισε | ||
γ' ενικ. | θρόισε | θα θροΐσει | να θροΐσει | |||
α' πληθ. | θροΐσαμε | θα θροΐσουμε | να θροΐσουμε | |||
β' πληθ. | θροΐσατε | θα θροΐσετε | να θροΐσετε | θροΐστε | ||
γ' πληθ. | θρόισαν θροΐσαν(ε) |
θα θροΐσουν(ε) | να θροΐσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θροΐσει | είχα θροΐσει | θα έχω θροΐσει | να έχω θροΐσει | ||
β' ενικ. | έχεις θροΐσει | είχες θροΐσει | θα έχεις θροΐσει | να έχεις θροΐσει | ||
γ' ενικ. | έχει θροΐσει | είχε θροΐσει | θα έχει θροΐσει | να έχει θροΐσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θροΐσει | είχαμε θροΐσει | θα έχουμε θροΐσει | να έχουμε θροΐσει | ||
β' πληθ. | έχετε θροΐσει | είχατε θροΐσει | θα έχετε θροΐσει | να έχετε θροΐσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θροΐσει | είχαν θροΐσει | θα έχουν θροΐσει | να έχουν θροΐσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ θροΐζομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ θροΐζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).